Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νουνεχής
νουνεχόντως
νοῦς
νουσαχθής
νούσημα
νουσοβαρής
νουσολύτης
νουσομελής
νοῦσος
νουσοφόρος
νοχελές
νυ
νύγδην
νύγμα
νυγματικός
νυγματώδης
νυγμή
νυγμός
νύγω
νυθός
νυκταίετος
View word page
νοχελές
νοχελές,
A). v. νωχελής.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νοχελές
Headword (normalized):
νοχελές
Headword (normalized/stripped):
νοχελες
IDX:
71128
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71129
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νοχελές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">νωχελής.</span> </div> </div><br><br>'}