Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
νοῦμμος
νουνέχεια
νουνεχής
νουνεχόντως
νοῦς
νουσαχθής
νούσημα
νουσοβαρής
νουσολύτης
νουσομελής
νοῦσος
νουσοφόρος
νοχελές
νυ
νύγδην
νύγμα
νυγματικός
νυγματώδης
νυγμή
νυγμός
νύγω
View word page
νοῦσος
νοῦσος
,
ἡ
, Ion. for
νόσος.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
νοῦσος
Headword (normalized):
νοῦσος
Headword (normalized/stripped):
νουσος
IDX:
71126
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71127
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νοῦσος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, Ion. for <span class="foreign greek">νόσος.</span> </div><br><br>'}