Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νοῦθος
νουμηνία
νουμηνιαστής
νουμήνιος
νοῦμμος
νουνέχεια
νουνεχής
νουνεχόντως
νοῦς
νουσαχθής
νούσημα
νουσοβαρής
νουσολύτης
νουσομελής
νοῦσος
νουσοφόρος
νοχελές
νυ
νύγδην
νύγμα
νυγματικός
View word page
νούσημα
νούσημα, Ion. for νόσημα.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νούσημα
Headword (normalized):
νούσημα
Headword (normalized/stripped):
νουσημα
IDX:
71122
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71123
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νούσημα</span>, Ion. for <span class="foreign greek">νόσημα.</span> </div><br><br>'}