Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νουθετικός
νουθετισμός
νοῦθος
νουμηνία
νουμηνιαστής
νουμήνιος
νοῦμμος
νουνέχεια
νουνεχής
νουνεχόντως
νοῦς
νουσαχθής
νούσημα
νουσοβαρής
νουσολύτης
νουσομελής
νοῦσος
νουσοφόρος
νοχελές
νυ
νύγδην
View word page
νοῦς
νοῦς, ,
A). v. νόος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νοῦς
Headword (normalized):
νοῦς
Headword (normalized/stripped):
νους
IDX:
71120
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71121
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νοῦς</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">νόος.</span> </div> </div><br><br>'}