Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νουθετεία
νουθετέω
νουθέτημα
νουθέτησις
νουθετησμός
νουθετητέος
νουθετητής
νουθετητικός
νουθετία
νουθετικός
νουθετισμός
νοῦθος
νουμηνία
νουμηνιαστής
νουμήνιος
νοῦμμος
νουνέχεια
νουνεχής
νουνεχόντως
νοῦς
νουσαχθής
View word page
νουθετισμός
νουθετ-ισμός,
A). v. νουθετησμός.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νουθετισμός
Headword (normalized):
νουθετισμός
Headword (normalized/stripped):
νουθετισμος
IDX:
71111
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71112
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νουθετ-ισμός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">νουθετησμός.</span> </div> </div><br><br>'}