Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νότινος
νότιος
νοτίς
νοτισμός
νοτιώδης
νοτόθεν
νοτολιβυκός
νοτόνδε
νότος
νότυλος
νοτώδης
νουβυστικός
νουθεσία
νουθετεία
νουθετέω
νουθέτημα
νουθέτησις
νουθετησμός
νουθετητέος
νουθετητής
νουθετητικός
View word page
νοτώδης
νοτώδης, = ες , νοτιώδης, Hp. Morb.Sacr. 13 .


ShortDef

moist

Debugging

Headword:
νοτώδης
Headword (normalized):
νοτώδης
Headword (normalized/stripped):
νοτωδης
IDX:
71098
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71099
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νοτώδης</span>, = <span class="itype greek">ες</span> <span class="foreign greek">, νοτιώδης,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0627.tlg027.perseus-grc1:13" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0627.tlg027.perseus-grc1:13/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hp.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Morb.Sacr.</span> 13 </a>.</div><br><br>'}