Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νόστιμος
νόστος
νόσφῐ
νόστφιν
νοσφίδιος
νοσφιδόν
νοσφίζω
νοσφισμός
νοσφιστής
νοσώδης
νόσωσις
νοταπηλιώτης
νοταπηλιωτικός
νοτερός
νοτέω
νοτία
νοτιαῖος
νοτιάω
νοτίζω
νότινος
νότιος
View word page
νόσωσις
νός-ωσις, εως, ,
A). v. νόσανσις.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νόσωσις
Headword (normalized):
νόσωσις
Headword (normalized/stripped):
νοσωσις
IDX:
71079
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71080
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νός-ωσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">νόσανσις.</span> </div> </div><br><br>'}