Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νοσοτροφία
νοσοτυφέω
νοσσάκιον
νόσσαξ
νοσσὰς
νοσσεύω
νοστέω
νοστίζω
νόστιμος
νόστος
νόσφῐ
νόστφιν
νοσφίδιος
νοσφιδόν
νοσφίζω
νοσφισμός
νοσφιστής
νοσώδης
νόσωσις
νοταπηλιώτης
νοταπηλιωτικός
View word page
νόσφῐ
νόσφῐ, before a vowel or metri gr.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νόσφῐ
Headword (normalized):
νόσφῐ
Headword (normalized/stripped):
νοσφι
IDX:
71071
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71072
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νόσφῐ</span>, before a vowel or metri gr.</div><br><br>'}