Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νοσολύτης
νοσομελής
νοσοποιέω
νοσοποιός
νόσος
νοσοτροφία
νοσοτυφέω
νοσσάκιον
νόσσαξ
νοσσὰς
νοσσεύω
νοστέω
νοστίζω
νόστιμος
νόστος
νόσφῐ
νόστφιν
νοσφίδιος
νοσφιδόν
νοσφίζω
νοσφισμός
View word page
νοσσεύω
νοσσεύω, νοσσιά, νοσσίον, νοσσίς, νοσσοποιέω, νοσσός, νοσσοτροφέω, v. νεοσς-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νοσσεύω
Headword (normalized):
νοσσεύω
Headword (normalized/stripped):
νοσσευω
IDX:
71066
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71067
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νοσσεύω</span>, <span class="orth greek">νοσσιά</span>, <span class="orth greek">νοσσίον</span>, <span class="orth greek">νοσσίς</span>, <span class="orth greek">νοσσοποιέω</span>, <span class="orth greek">νοσσός</span>, <span class="orth greek">νοσσοτροφέω</span>, v. <span class="itype greek">νεοσς</span>-.</div><br><br>'}