Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Νόσιος
νοσοβαρής
νοσογνωμονικός
νοσοεργός
νοσόθυμος
νοσοκομεῖον
νοσοκομέω
νοσοκομία
νοσοκόμος
νοσολογέω
νοσολύτης
νοσομελής
νοσοποιέω
νοσοποιός
νόσος
νοσοτροφία
νοσοτυφέω
νοσσάκιον
νόσσαξ
νοσσὰς
νοσσεύω
View word page
νοσολύτης
νοσο-λύτης, v. νουσο-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νοσολύτης
Headword (normalized):
νοσολύτης
Headword (normalized/stripped):
νοσολυτης
IDX:
71056
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71057
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νοσο-λύτης</span>, v. <span class="itype greek">νουσο</span>-.</div><br><br>'}