Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νόσημα
νοσηματικός
νοσημάτιον
νοσηματώδης
νοσήμη
νοσηρός
νοσητήριος
νοσηφόρος
νοσίζω
Νόσιος
νοσοβαρής
νοσογνωμονικός
νοσοεργός
νοσόθυμος
νοσοκομεῖον
νοσοκομέω
νοσοκομία
νοσοκόμος
νοσολογέω
νοσολύτης
νοσομελής
View word page
νοσοβαρής
νοσο-βᾰρής, v. νουσο-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νοσοβαρής
Headword (normalized):
νοσοβαρής
Headword (normalized/stripped):
νοσοβαρης
IDX:
71047
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71048
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νοσο-βᾰρής</span>, v. <span class="itype greek">νουσο</span>-.</div><br><br>'}