Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νοσηλεία
νοσηλεύω
νοσήλιος
νοσηλός
νόσημα
νοσηματικός
νοσημάτιον
νοσηματώδης
νοσήμη
νοσηρός
νοσητήριος
νοσηφόρος
νοσίζω
Νόσιος
νοσοβαρής
νοσογνωμονικός
νοσοεργός
νοσόθυμος
νοσοκομεῖον
νοσοκομέω
νοσοκομία
View word page
νοσητήριος
νος-ητήριος, α, ον,
A). unhealthy, Hsch. s.v. κηρέσιον.


ShortDef

unhealthy

Debugging

Headword:
νοσητήριος
Headword (normalized):
νοσητήριος
Headword (normalized/stripped):
νοσητηριος
IDX:
71043
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71044
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νος-ητήριος</span>, <span class="itype greek">α</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">unhealthy,</span> Hsch. s.v. <span class="ref greek">κηρέσιον.</span> </div> </div><br><br>'}