Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νοόπλαγκτος
νοοπλανής
νοόπληκτος
νοοπλήξ
νοοποιός
νόος
νοοσφαλής
νοότης
νοόω
νορβά
νορθακινοί
νορύη
νοσάζω
νοσακερός
νόσανσις
νοσερός
νοσερότης
νόσευμα
νοσεύομαι
νοσέω
νοσηλεία
View word page
νορθακινοί
νορθακινοί· ἀσθενεῖς, Id. νόρρος· ἄνθος μήλινον λωτοῦ, Id.: also a tree growing by the sea (also called νορειά), Id. νορύειν· γῆν ὀρύειν (sic), Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νορθακινοί
Headword (normalized):
νορθακινοί
Headword (normalized/stripped):
νορθακινοι
IDX:
71023
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-71024
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νορθακινοί·</span> <span class="foreign greek">ἀσθενεῖς,</span> Id. <span class="orth greek">νόρρος·</span> <span class="foreign greek">ἄνθος μήλινον λωτοῦ,</span> Id.: also a tree growing by the sea (also called <span class="foreign greek">νορειά</span>), Id. <span class="orth greek">νορύειν·</span> <span class="foreign greek">γῆν ὀρύειν</span> (sic), Id.</div><br><br>'}