Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
νομοθέσμως
νομοθετέω
νομοθέτημα
νομοθέτης
νομοθέτησις
νομοθετητέος
νομοθετικός
νομόθετις
νομοθήκη
νομοΐστωρ
νομομαθής
νομομαχέω
νομόνδε
νομοποιέω
νομοποιός
νομορήτωρ
νομός
νόμος
νομοφυλακέω
νομοφυλακία
νομοφυλακικός
View word page
νομομαθής
νομο-μᾰθής
,
ές
, = foreg., Id.
A).
s.v.
νομοΐστορες
,
Gloss.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
νομομαθής
Headword (normalized):
νομομαθής
Headword (normalized/stripped):
νομομαθης
IDX:
70993
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-70994
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νομο-μᾰθής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, = foreg., Id.<div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> s.v. <span class="ref greek">νομοΐστορες</span> , <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div> </div><br><br>'}