Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νομοδότης
νομοθεσία
νομοθέσμως
νομοθετέω
νομοθέτημα
νομοθέτης
νομοθέτησις
νομοθετητέος
νομοθετικός
νομόθετις
νομοθήκη
νομοΐστωρ
νομομαθής
νομομαχέω
νομόνδε
νομοποιέω
νομοποιός
νομορήτωρ
νομός
νόμος
νομοφυλακέω
View word page
νομοθήκη
νομο-θήκη, , poet. for νομοθεσία, Timo 9.4 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νομοθήκη
Headword (normalized):
νομοθήκη
Headword (normalized/stripped):
νομοθηκη
IDX:
70991
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-70992
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νομο-θήκη</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, poet. for <span class="foreign greek">νομοθεσία,</span> Timo <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0654.tlg002:9:4" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0654.tlg002:9.4/canonical-url/"> 9.4 </a>.</div><br><br>'}