Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νομιτεύομαι
νομοαίολος
νομογραφέω
νομογραφία
νομογραφικός
νομογράφος
νομοδείκτης
νομοδιδάκτης
νομοδιδάσκαλος
νομοδίφας
νομοδότης
νομοθεσία
νομοθέσμως
νομοθετέω
νομοθέτημα
νομοθέτης
νομοθέτησις
νομοθετητέος
νομοθετικός
νομόθετις
νομοθήκη
View word page
νομοδότης
νομο-δότης, ου, ,
A). lawgiver, Sm. Ps. 75(76).12 .


ShortDef

lawgiver

Debugging

Headword:
νομοδότης
Headword (normalized):
νομοδότης
Headword (normalized/stripped):
νομοδοτης
IDX:
70981
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-70982
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νομο-δότης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">lawgiver,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sm.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ps.</span> 75(76).12 </span>.</div> </div><br><br>'}