Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νομιστός
νομιτεύομαι
νομοαίολος
νομογραφέω
νομογραφία
νομογραφικός
νομογράφος
νομοδείκτης
νομοδιδάκτης
νομοδιδάσκαλος
νομοδίφας
νομοδότης
νομοθεσία
νομοθέσμως
νομοθετέω
νομοθέτημα
νομοθέτης
νομοθέτησις
νομοθετητέος
νομοθετικός
νομόθετις
View word page
νομοδίφας
νομο-δίφας [ῑ], ου, ,
A). searcher into law, Gloss.


ShortDef

searcher into law

Debugging

Headword:
νομοδίφας
Headword (normalized):
νομοδίφας
Headword (normalized/stripped):
νομοδιφας
IDX:
70980
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-70981
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νομο-δίφας</span> <span class="pron greek">[ῑ]</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">searcher into law,</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div> </div><br><br>'}