Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
νομιστί
νομιστός
νομιτεύομαι
νομοαίολος
νομογραφέω
νομογραφία
νομογραφικός
νομογράφος
νομοδείκτης
νομοδιδάκτης
νομοδιδάσκαλος
νομοδίφας
νομοδότης
νομοθεσία
νομοθέσμως
νομοθετέω
νομοθέτημα
νομοθέτης
νομοθέτησις
νομοθετητέος
νομοθετικός
View word page
νομοδιδάσκαλος
νομο-δῐδάσκᾰλος
,
ὁ
,
A).
teacher of the law,
Ev.Luc.
5.17
, al.
ShortDef
a teacher of the law
Debugging
Headword:
νομοδιδάσκαλος
Headword (normalized):
νομοδιδάσκαλος
Headword (normalized/stripped):
νομοδιδασκαλος
IDX:
70979
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-70980
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νομο-δῐδάσκᾰλος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">teacher of the law,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ev.Luc.</span> 5.17 </span>, al.</div> </div><br><br>'}