Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νομισματοπώλης
νομισματοπωλικός
νομιστέος
νομιστεύομαι
νομιστί
νομιστός
νομιτεύομαι
νομοαίολος
νομογραφέω
νομογραφία
νομογραφικός
νομογράφος
νομοδείκτης
νομοδιδάκτης
νομοδιδάσκαλος
νομοδίφας
νομοδότης
νομοθεσία
νομοθέσμως
νομοθετέω
νομοθέτημα
View word page
νομογραφικός
νομο-γρᾰφικός, , όν,
A). drawn up by a νομογράφος 11 , ἐπιστολή BGU 1135.7 (i B.C.).


ShortDef

drawn up by a νομογράφος II

Debugging

Headword:
νομογραφικός
Headword (normalized):
νομογραφικός
Headword (normalized/stripped):
νομογραφικος
IDX:
70975
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-70976
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νομο-γρᾰφικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">drawn up by a</span> <span class="quote greek">νομογράφος</span> <span class="bibl"> 11 </span> , <span class="quote greek">ἐπιστολή</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BGU</span> 1135.7 </span> (i B.C.).</div> </div><br><br>'}