Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
νομεισφορά
νόμευμα
νομεύς
νομευτικός
νομεύω
νομή
νομήματα
νομία
νομίζω
νομικάριος
νομικεῖος
νομικός
νόμιμος
νομιμότης
νόμιος
νόμιος
νομίουρος
νόμισις
νόμισμα
νομισμάτιον
νομισματοπώλης
View word page
νομικεῖος
νομ-ικεῖος
,
ὁ
, = foreg.,
A).
Cat.Cod. Astr.
1.95
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
νομικεῖος
Headword (normalized):
νομικεῖος
Headword (normalized/stripped):
νομικειος
IDX:
70955
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-70956
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νομ-ικεῖος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, = foreg., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">Cat.Cod. Astr.</span> <span class="bibl"> 1.95 </span>.</div> </div><br><br>'}