Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νομαρχία
νομαρχικός
νόμαρχος
νομάς
νομεισφορά
νόμευμα
νομεύς
νομευτικός
νομεύω
νομή
νομήματα
νομία
νομίζω
νομικάριος
νομικεῖος
νομικός
νόμιμος
νομιμότης
νόμιος
νόμιος
νομίουρος
View word page
νομήματα
νομ-ήματα· δικαιώματα, Hsch. (leg. νόμιμα· τὰ δικαιώματα).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νομήματα
Headword (normalized):
νομήματα
Headword (normalized/stripped):
νομηματα
IDX:
70951
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-70952
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νομ-ήματα·</span> <span class="foreign greek">δικαιώματα,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (leg. <span class="foreign greek">νόμιμα· τὰ δικαιώματα</span>).</div><br><br>'}