Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νοθόω
νοίδιον
νομάδην
νομαδία
νομαδικός
νομαδίτης
νομαδόστοιχος
νομάζω
νομαῖος
νόμαιος
νομαλέως
νομαρχέω
νομάρχης
νομαρχία
νομαρχικός
νόμαρχος
νομάς
νομεισφορά
νόμευμα
νομεύς
νομευτικός
View word page
νομαλέως
νομαλέως· ἀδιαλείπτως, Hsch. νομάριον· σκεῦος τραγικόν, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νομαλέως
Headword (normalized):
νομαλέως
Headword (normalized/stripped):
νομαλεως
IDX:
70938
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-70939
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νομαλέως·</span> <span class="foreign greek">ἀδιαλείπτως,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">νομάριον·</span> <span class="foreign greek">σκεῦος τραγικόν,</span> Id.</div><br><br>'}