Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νοητικός
νοητός
νοθαγενής
νοθεία
νοθεῖος
νόθευσις
νοθευτής
νοθεύω
νοθισμοί
νοθογέννητος
νοθοκαλλοσύνη
νόθος
νοθόω
νοίδιον
νομάδην
νομαδία
νομαδικός
νομαδίτης
νομαδόστοιχος
νομάζω
νομαῖος
View word page
νοθοκαλλοσύνη
νοθο-καλλοσύνη, ,
A). counterfeit charms, AP 11.370 ( Maced.).


ShortDef

counterfeit charms

Debugging

Headword:
νοθοκαλλοσύνη
Headword (normalized):
νοθοκαλλοσύνη
Headword (normalized/stripped):
νοθοκαλλοσυνη
IDX:
70926
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-70927
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νοθο-καλλοσύνη</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">counterfeit charms,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">AP</span> 11.370 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Maced.</span></span>).</div> </div><br><br>'}