Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
νοητέον
νοητικός
νοητός
νοθαγενής
νοθεία
νοθεῖος
νόθευσις
νοθευτής
νοθεύω
νοθισμοί
νοθογέννητος
νοθοκαλλοσύνη
νόθος
νοθόω
νοίδιον
νομάδην
νομαδία
νομαδικός
νομαδίτης
νομαδόστοιχος
νομάζω
View word page
νοθογέννητος
νοθο-γέννητος
,
ον
,
A).
of spurious origin,
Hsch.
ShortDef
of spurious origin
Debugging
Headword:
νοθογέννητος
Headword (normalized):
νοθογέννητος
Headword (normalized/stripped):
νοθογεννητος
IDX:
70925
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-70926
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νοθο-γέννητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">of spurious origin,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}