Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νοητάρχης
νοητέον
νοητικός
νοητός
νοθαγενής
νοθεία
νοθεῖος
νόθευσις
νοθευτής
νοθεύω
νοθισμοί
νοθογέννητος
νοθοκαλλοσύνη
νόθος
νοθόω
νοίδιον
νομάδην
νομαδία
νομαδικός
νομαδίτης
νομαδόστοιχος
View word page
νοθισμοί
νοθ-ισμοί, οἱ,
A). illecebrae, Gloss.


ShortDef

illecebrae

Debugging

Headword:
νοθισμοί
Headword (normalized):
νοθισμοί
Headword (normalized/stripped):
νοθισμοι
IDX:
70924
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-70925
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νοθ-ισμοί</span>, <span class="gen greek">οἱ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">illecebrae,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}