νοθεύω
νοθ-εύω,
A). corrupt, γυναῖκα ; 1.58 συνοικοῦσαν ἄλλῳ AJ 4.8.23 ; γάμον τινός ; 2.48 ἕτερος ἕτερον νοθεύων ὀδυνᾷ Wi. 14.24 : metaph., ν. τὴν ἐπιστήμην λόγοις κεκαλλωπισμένοις . 238.22
2). adulterate, :— Pass., 37.4 νενοθευμένος τῇ ὕλῃ διὰ τὸ σωματικόν ; 2.373b νοθευθῆναι Deor.Conc. 7 .
II). Medic., [πυρετὸς] ὅστις ἂν [τὸ εἶδος] νοθεύσῃ departs from the normal type, ; of persons, 7.339 ν. τὰ τοῦ μέτρου τῶν γυμνασίων γνωρίσματα , cf. 6.130 10.601 ( Pass.).
III). consider spurious, τὸ "Ἴλιον αἰπύ" ν. Ἀρίσταρχος St.Byz. s.v. Ἴλιον :— Pass., , 2.124 Vit. Thuc. 43 , etc.