Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νόαρ
νοαρέως
νοαρός
νοβακκίζειν
νοερός
νοέω
νόημα
νοηματίζω
νοηματικός
νοημάτιον
νόημι
νοήμων
νοήρης
νόησις
νοητάρχης
νοητέον
νοητικός
νοητός
νοθαγενής
νοθεία
νοθεῖος
View word page
νόημι
νό-ημι, Aeol. for νοέω, Jo.Gramm. Comp. 3.40 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νόημι
Headword (normalized):
νόημι
Headword (normalized/stripped):
νοημι
IDX:
70910
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-70911
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νό-ημι</span>, Aeol. for <span class="foreign greek">νοέω,</span> Jo.Gramm.<span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Comp.</span> 3.40 </span>.</div><br><br>'}