Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
νιφόκτυπος
νιφοστιβής
νίφω
νίψις
νίψω
νίωπον
νόα
νόαρ
νοαρέως
νοαρός
νοβακκίζειν
νοερός
νοέω
νόημα
νοηματίζω
νοηματικός
νοημάτιον
νόημι
νοήμων
νοήρης
νόησις
View word page
νοβακκίζειν
νοβακκίζειν·
τὸ ὀρχούμενον τοῖς δακτύλοις ἐπιψοφεῖν· σεισμὸς Νιόβη,
Phot.
(cf. Nauck
TGF
p.51
).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
νοβακκίζειν
Headword (normalized):
νοβακκίζειν
Headword (normalized/stripped):
νοβακκιζειν
IDX:
70903
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-70904
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νοβακκίζειν·</span> <span class="foreign greek">τὸ ὀρχούμενον τοῖς δακτύλοις ἐπιψοφεῖν· σεισμὸς Νιόβη,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phot.</span> </span> (cf. Nauck <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">TGF</span> p.51 </span>).</div><br><br>'}