Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νιφόβολος
νιφόεις
νιφόκτυπος
νιφοστιβής
νίφω
νίψις
νίψω
νίωπον
νόα
νόαρ
νοαρέως
νοαρός
νοβακκίζειν
νοερός
νοέω
νόημα
νοηματίζω
νοηματικός
νοημάτιον
νόημι
νοήμων
View word page
νοαρέως
νοαρέως,
A). v. νοήρης.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νοαρέως
Headword (normalized):
νοαρέως
Headword (normalized/stripped):
νοαρεως
IDX:
70901
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-70902
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νοαρέως</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">νοήρης.</span> </div> </div><br><br>'}