Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνανοστέω
ἄναντα
ἀνανταγώνιστος
ἀναντάλλακτος
ἀνανταπόδοσις
ἀνανταπόδοτος
ἀνάντης
ἀναντίβλεπτος
ἀναντίθετος
ἀναντίλεκτος
ἀναντίληπτος
ἀναντίρρητος
ἀναντίτυπος
ἀναντιφωνησία
ἀναντιφώνητος
ἀναντλέω
ἄναντος
ἄναξ
Ἀναξαγόρειος
ἀναξαίνω
ἀναξασμός
View word page
ἀναντίληπτος
ἀναντί-ληπτος, ον,
A). insensible to, ἀλγηδόνων Dsc. Eup. 1.12 .


ShortDef

insensible to

Debugging

Headword:
ἀναντίληπτος
Headword (normalized):
ἀναντίληπτος
Headword (normalized/stripped):
αναντιληπτος
IDX:
7087
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-7088
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀναντί-ληπτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">insensible to,</span> <span class="quote greek">ἀλγηδόνων</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Eup.</span> 1.12 </span> .</div> </div><br><br>'}