Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
νίμμα
νιμμός
νιν
νίννη
νιννίον
νίννος
νίνον
νιπτήρ
νίπτρον
νίπτω
νίρνος
νίρμος
νίσσομαι
νίτρασμα
νιτρέλαιον
νιτρία
νιτρική
νιτρῖτις
νιτριώτης
νίτρον
νιτροπηγικός
View word page
νίρνος
νίρνος·
φθείρ
(Achaean),
ἢ
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
νίρνος
Headword (normalized):
νίρνος
Headword (normalized/stripped):
νιρνος
IDX:
70867
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-70868
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νίρνος·</span> <span class="foreign greek">φθείρ</span> (Achaean), <span class="foreign greek">ἢ</span> </div><br><br>'}