Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνανθής
ἀνάνθρωπος
ἀνάνιος
ἀνανίσσομαι
ἀνανοέω
ἀνανομή
ἀνανοσέω
ἀνανοστέω
ἄναντα
ἀνανταγώνιστος
ἀναντάλλακτος
ἀνανταπόδοσις
ἀνανταπόδοτος
ἀνάντης
ἀναντίβλεπτος
ἀναντίθετος
ἀναντίλεκτος
ἀναντίληπτος
ἀναντίρρητος
ἀναντίτυπος
ἀναντιφωνησία
View word page
ἀναντάλλακτος
ἀναντάλλακτος, ον,
A). not to be exchanged, Gloss.


ShortDef

not to be exchanged

Debugging

Headword:
ἀναντάλλακτος
Headword (normalized):
ἀναντάλλακτος
Headword (normalized/stripped):
ανανταλλακτος
IDX:
7080
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-7081
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀναντάλλακτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">not to be exchanged,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}