Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
νηττάριον
νηττίον
νηττοφόνος
νηττοφύλαξ
νηῦς
νηυσιπέρητος
νήϋτμος
νηφαίνω
νηφαλέος
νηφαλεότης
νηφαλέωσις
νηφαλιεύς
νηφαλιεύω
νηφαλίζω
νηφάλιμος
νηφάλιος
νηφαλισμός
νήφαλος
νηφαντικός
νηφαντός
νήφρων
View word page
νηφαλέωσις
νηφᾰλ-έωσις
,
εως
,
ἡ
,
A).
sobriety,
Et.Gud.
409.58
.
ShortDef
sobriety
Debugging
Headword:
νηφαλέωσις
Headword (normalized):
νηφαλέωσις
Headword (normalized/stripped):
νηφαλεωσις
IDX:
70797
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-70798
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νηφᾰλ-έωσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">sobriety,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Et.Gud.</span> 409.58 </span>.</div> </div><br><br>'}