Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νῆττα
νηττάριον
νηττίον
νηττοφόνος
νηττοφύλαξ
νηῦς
νηυσιπέρητος
νήϋτμος
νηφαίνω
νηφαλέος
νηφαλεότης
νηφαλέωσις
νηφαλιεύς
νηφαλιεύω
νηφαλίζω
νηφάλιμος
νηφάλιος
νηφαλισμός
νήφαλος
νηφαντικός
νηφαντός
View word page
νηφαλεότης
νηφᾰλ-εότης, ητος, , = sq., Gloss.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νηφαλεότης
Headword (normalized):
νηφαλεότης
Headword (normalized/stripped):
νηφαλεοτης
IDX:
70796
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-70797
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νηφᾰλ-εότης</span>, <span class="itype greek">ητος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, = sq., <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div><br><br>'}