Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νητοειδής
νητός
νητρεκής
νῆτρον
νῆττα
νηττάριον
νηττίον
νηττοφόνος
νηττοφύλαξ
νηῦς
νηυσιπέρητος
νήϋτμος
νηφαίνω
νηφαλέος
νηφαλεότης
νηφαλέωσις
νηφαλιεύς
νηφαλιεύω
νηφαλίζω
νηφάλιμος
νηφάλιος
View word page
νηυσιπέρητος
νηυσιπέρητος, ον,
A). v. ναυσιπέρατος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νηυσιπέρητος
Headword (normalized):
νηυσιπέρητος
Headword (normalized/stripped):
νηυσιπερητος
IDX:
70792
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-70793
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νηυσιπέρητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ναυσιπέρατος.</span> </div> </div><br><br>'}