Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
νῆστις
νηστοποσία
νηστοποτέω
νηστός
νησύδριον
νήσυρις
νήτεα
νήτιτος
νητοειδής
νητός
νητρεκής
νῆτρον
νῆττα
νηττάριον
νηττίον
νηττοφόνος
νηττοφύλαξ
νηῦς
νηυσιπέρητος
νήϋτμος
νηφαίνω
View word page
νητρεκής
νητρεκής
,
ές
,
A).
=
ἀτρεκής.
Adv.
-κῶς,
=
ἀτρεκῶς
,
Lyc.
1
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
νητρεκής
Headword (normalized):
νητρεκής
Headword (normalized/stripped):
νητρεκης
IDX:
70784
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-70785
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νητρεκής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀτρεκής.</span> Adv. <span class="foreign greek">-κῶς,</span> = <span class="ref greek">ἀτρεκῶς</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 1 </span>.</div> </div><br><br>'}