Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νηστικός
νήστιμος
νῆστις
νηστοποσία
νηστοποτέω
νηστός
νησύδριον
νήσυρις
νήτεα
νήτιτος
νητοειδής
νητός
νητρεκής
νῆτρον
νῆττα
νηττάριον
νηττίον
νηττοφόνος
νηττοφύλαξ
νηῦς
νηυσιπέρητος
View word page
νητοειδής
νητοειδής, ές,
A). akin to the νήτη, Nic. Harm. 11 ; τόνος -έστερος ib. 5 .


ShortDef

akin to the νήτη

Debugging

Headword:
νητοειδής
Headword (normalized):
νητοειδής
Headword (normalized/stripped):
νητοειδης
IDX:
70782
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-70783
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νητοειδής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">akin to the</span> <span class="foreign greek">νήτη,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Nic.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Harm.</span> 11 </span>; <span class="foreign greek">τόνος -έστερος</span> ib.<span class="bibl"> 5 </span>.</div> </div><br><br>'}