Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
νήστειρα
νηστεύω
νήστης
νηστικός
νήστιμος
νῆστις
νηστοποσία
νηστοποτέω
νηστός
νησύδριον
νήσυρις
νήτεα
νήτιτος
νητοειδής
νητός
νητρεκής
νῆτρον
νῆττα
νηττάριον
νηττίον
νηττοφόνος
View word page
νήσυρις
νήσυρις
,
A).
=
σφονδύλιον
, Ps.-
Dsc.
3.76
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
νήσυρις
Headword (normalized):
νήσυρις
Headword (normalized/stripped):
νησυρις
IDX:
70779
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-70780
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νήσυρις</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">σφονδύλιον</span> , Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 3.76 </span>.</div> </div><br><br>'}