Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νησιωτικός
νησοβασίλεια
νησοειδής
νησομαχία
νησόομαι
νησοποιέω
νησόπολις
νῆσορ
νῆσος
νησοφύλαξ
νῆσσα
νησσίον
νησσοτροφεῖον
νηστεία
νήστειρα
νηστεύω
νήστης
νηστικός
νήστιμος
νῆστις
νηστοποσία
View word page
νῆσσα
νῆσσα,
A). v. νῆττα.


ShortDef

duck

Debugging

Headword:
νῆσσα
Headword (normalized):
νῆσσα
Headword (normalized/stripped):
νησσα
IDX:
70765
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-70766
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νῆσσα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">νῆττα.</span> </div> </div><br><br>'}