νῆσος
νῆσος, Dor. νᾶσος, ἡ,
A). island, , etc.; 2.721 ἐν τᾷ μεγάλᾳ Δωρίδι νάσῳ Πέλοπος, i.e. the Peloponnese, OC 696 ; μακάρων νῆσοι, v. μάκαρ; αἱ ν. the islands of the Archipelago, Eq. 1319 , HG 4.8.1 ; καὶ πῶς γυνὴ .. νῆσον ἀμφιέννυται; (cf. 35 περίνησος): heterocl. gen. pl. νησάων Del. 66 .
2). land flooded by the Nile, PHib. 1.90.7 (iii B.C.), etc.; opp. ἤπειρος, PGiss. 60 (ii A.D.); νῆσοι ποταμοφόρητοι POxy. 1445.13 (ii A.D.); so of alluvial land in Tab.Heracl. 1.38 .