Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νησίϲ
νησίτης
νησιώτης
νησιωτικός
νησοβασίλεια
νησοειδής
νησομαχία
νησόομαι
νησοποιέω
νησόπολις
νῆσορ
νῆσος
νησοφύλαξ
νῆσσα
νησσίον
νησσοτροφεῖον
νηστεία
νήστειρα
νηστεύω
νήστης
νηστικός
View word page
νῆσορ
νῆσορ· νεοττός, Hsch.


ShortDef

[lexical cite]

Debugging

Headword:
νῆσορ
Headword (normalized):
νῆσορ
Headword (normalized/stripped):
νησορ
IDX:
70762
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-70763
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νῆσορ·</span> <span class="foreign greek">νεοττός,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}