Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Νήρειος
Νηρηΐς
νήριθμος
νήριον
νηρίπη
νῆρις
νηρίται
νηριτόμυθος
νήριτος
νηριτοτρόφος
νηριτόφυλλος
νηρός
νῆς
νησαῖος
νησεύομαι
Νησιάδεια
νησιάζω
νησιαρχέω
νησιάρχης
νησίαρχος
νησιάς
View word page
νηριτόφυλλος
νηρῐτόφυλλος, ον,
A). = πολύφυλλος , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νηριτόφυλλος
Headword (normalized):
νηριτόφυλλος
Headword (normalized/stripped):
νηριτοφυλλος
IDX:
70735
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-70736
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νηρῐτόφυλλος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">πολύφυλλος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}