Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νηπυτιεύομαι
νηπύτιος
νηρείτης
Νηρεύς
Νήρειος
Νηρηΐς
νήριθμος
νήριον
νηρίπη
νῆρις
νηρίται
νηριτόμυθος
νήριτος
νηριτοτρόφος
νηριτόφυλλος
νηρός
νῆς
νησαῖος
νησεύομαι
Νησιάδεια
νησιάζω
View word page
νηρίται
νηρίται· μεγάλοι, Hsch. νηρίτης,
A). v. νηρείτης.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νηρίται
Headword (normalized):
νηρίται
Headword (normalized/stripped):
νηριται
IDX:
70731
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-70732
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νηρίται·</span> <span class="foreign greek">μεγάλοι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">νηρίτης</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">νηρείτης.</span> </div> </div><br><br>'}