Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νηπύτα
νηπυτία
νηπυτιεύομαι
νηπύτιος
νηρείτης
Νηρεύς
Νήρειος
Νηρηΐς
νήριθμος
νήριον
νηρίπη
νῆρις
νηρίται
νηριτόμυθος
νήριτος
νηριτοτρόφος
νηριτόφυλλος
νηρός
νῆς
νησαῖος
νησεύομαι
View word page
νηρίπη
νηρίπη· σεμνή, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νηρίπη
Headword (normalized):
νηρίπη
Headword (normalized/stripped):
νηριπη
IDX:
70729
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-70730
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νηρίπη·</span> <span class="foreign greek">σεμνή,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}