Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νήπλυτος
νήποδες
νηποινεί
νήποινος
νήπους
νήποδες
νήπτης
νηπτικός
νηπυθής
νήπυστος
νηπύτα
νηπυτία
νηπυτιεύομαι
νηπύτιος
νηρείτης
Νηρεύς
Νήρειος
Νηρηΐς
νήριθμος
νήριον
νηρίπη
View word page
νηπύτα
νηπύτα· βοητά· κήρυξ μικρόφωνος, Hsch.; cf. ἠπύτα.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νηπύτα
Headword (normalized):
νηπύτα
Headword (normalized/stripped):
νηπυτα
IDX:
70719
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-70720
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νηπύτα·</span> <span class="foreign greek">βοητά· κήρυξ μικρόφωνος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">ἠπύτα.</span> </div><br><br>'}