Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νηοφόρος
νήοχος
νηπαθής
νήπαυστος
νηπεδανός
νηπεκτής
νήπεκτος
νηπελέω
νηπενθής
νηπευθής
νηπιάας
νηπιάζω
νηπιαχεύω
νηπίαχος
νηπιάχω
νηπιαχώδης
νηπιέη
νηπίεος
νηπιεύομαι
νηπιοκτόνος
νήπιος
View word page
νηπιάας
νηπῐ-άας,
A). v. νηπιέη.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νηπιάας
Headword (normalized):
νηπιάας
Headword (normalized/stripped):
νηπιαας
IDX:
70693
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-70694
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νηπῐ-άας</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">νηπιέη.</span> </div> </div><br><br>'}