Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
νηνίατον
νῆνις
νηνίται
νῆξις
νηοβάτης
νηοκόρος
νηοπόλος
νηοπορέω
νηός
νηοσόος
νηοῦχος
νηοφθόρος
νηοφόρος
νήοχος
νηπαθής
νήπαυστος
νηπεδανός
νηπεκτής
νήπεκτος
νηπελέω
νηπενθής
View word page
νηοῦχος
νηοῦχος·
φύλαξ πλοίου,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
νηοῦχος
Headword (normalized):
νηοῦχος
Headword (normalized/stripped):
νηουχος
IDX:
70681
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-70682
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νηοῦχος·</span> <span class="foreign greek">φύλαξ πλοίου,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}