Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νήνεμος
νηνεμόω
νηνέω
νηνία
νηνίατον
νῆνις
νηνίται
νῆξις
νηοβάτης
νηοκόρος
νηοπόλος
νηοπορέω
νηός
νηοσόος
νηοῦχος
νηοφθόρος
νηοφόρος
νήοχος
νηπαθής
νήπαυστος
νηπεδανός
View word page
νηοπόλος
νηο-πόλος,
A). v. ναοπόλος.


ShortDef

busying oneself in a temple: a temple-keeper

Debugging

Headword:
νηοπόλος
Headword (normalized):
νηοπόλος
Headword (normalized/stripped):
νηοπολος
IDX:
70677
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-70678
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νηο-πόλος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ναοπόλος.</span> </div> </div><br><br>'}