Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
νηλεγής
νηλεής
νηλεῖτις
νηλεόθυμος
νηλεόποινος
Νηλεύς
νήλευστος
νηλής
νηλίπεζος
νηλίπους
νῆλος
νῆμα
νηματικός
νηματώδης
νημέρτεια
νημερτής
νημηθής
νηνεμέω
νηνεμία
νήνεμος
νηνεμόω
View word page
νῆλος
νῆλος·
ἔριον· ἄμεινον λῆνος,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
νῆλος
Headword (normalized):
νῆλος
Headword (normalized/stripped):
νηλος
IDX:
70658
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-70659
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νῆλος·</span> <span class="foreign greek">ἔριον· ἄμεινον λῆνος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}