Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
νήκεστος
νηκηδής
νηκουστέω
νήκουστος
νήκτης
νηκτικός
νηκτός
νηκτρίς
νήκτωρ
νηλεγής
νηλεής
νηλεῖτις
νηλεόθυμος
νηλεόποινος
Νηλεύς
νήλευστος
νηλής
νηλίπεζος
νηλίπους
νῆλος
νῆμα
View word page
νηλεής
νηλεής
,
ές
,
A).
v.
νηλής
; cf.
ἀνηλεής.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
νηλεής
Headword (normalized):
νηλεής
Headword (normalized/stripped):
νηλεης
IDX:
70649
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-70650
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νηλεής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">νηλής</span> ; cf. <span class="foreign greek">ἀνηλεής.</span> </div> </div><br><br>'}